希臘文 - 重要動詞造句
1. βελτιώνω to improve
I want to improve my Greek.
-> Θέλω να βελτιώνω τα Ελληνικά μου.
2. ξεκινάω to start
Last week I started working out because I want to lose a few kilos.
-> Την προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησα να κάνω γυμναστική, επειδή θέλω να χάσω λίγα κιλά.
3. σταματάω to stop
When it started to rain, I stopped what I was doing and closed the windows of my house.
-> Όταν ξεκίνησε να βρέχει, σταμάτησα ό,τι έκανα και έκλεισα τα παράθυρα του σπιτιού μου.
4. ξεκούραση rest
After work, I need rest and sleep.
-> Μετά τη δουλειά, χρειάζομαι ξεκούραση και ύπνο.
5. τελειώνω to finish
If I don't finish work in half an hour, I won't be able to get home on time.
-> Αν δεν τελειώσω τη δουλειά μέσα σε μισή ώρα, δεν θα μπορέσω να γυρίσω στο σπίτι στην ώρα μου.
6. προσπαθάω to try
Last year I tried to learn cooking, but it is difficult for me.
-> Πέρυσι προσπάθησα να μάθω μαγείρεμα, αλλά είναι δύσκολο για μένα.
7. τουλάχιστον at least
Every day I study Greek for at least an hour.
-> Κάθε μέρα μελετάω Ελληνικά για τουλάχιστον μία ώρα.
8. χρήσιμος useful
It is very useful to read books and learn foreign languages.
-> Είναι πολύ χρήσιμο να διαβάζω βιβλία και να μαθαίνω ξένες γλώσσες.
9. βγαίνω to go out
People in my country almost always go out to eat with their friends.
-> Οι άνθρωποι στη χώρα μου σχεδόν πάντα βγαίνουν έξω για φαγητό με τους φίλους τους.
10. φτάνω to arrive
I missed the bus yesterday, so I didn't get to school on time.
-> Χτες έχασα το λεωφορείο, οπότε δεν έφτασα στο σχολείο στην ώρα μου.
11. δεν…καθόλου not...at all
My brother is calm and not at all nervous about the job interview.
-> Ο αδελφός μου είναι ήρεμος και δεν έχει καθόλου άγχος για τη συνέντευξη για τη δουλειά.
12. νευρικός nervous
When I speak in front of people, I'm always very nervous.
-> Όταν μιλάω μπροστά στους ανθρώπους, είμαι πάντα πολύ νευρικός.
13. αρχίζω to start
Last month I started studying Greek. I find them very interesting and useful.
-> Τον προηγούμενο μήνα άρχισα να μελετάω Ελληνικά. Τα βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα.
14. φροντίζω to take care of
It is not easy to take care of the children.
-> Δεν είναι εύκοφο να φροντίζω τα παιδιά.
留言
張貼留言